-
1 ἐρέπτομαι
A feed on, c. acc., only in [tense] pres. part., mostly of granivorous animals, λωτόν, κρῖ λευκόν, πυρὸν ἐρεπτόμενοι, Il.2.776,5.196, Od.19.553, al.; of men,λωτὸν ἐ. 9.97
, AP9.618 ; βότρυν ib.7.20 ; of fish, δημὸν ἐ. feeding on the fat of a carcase, Il.21.204.—[dialect] Ep. Verb, used burlesquely by Ar.Eq. 1295, ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων:—[voice] Act., eat,Nonn.
D.40.306 ; also causal,=τρέφω, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρέπτομαι
См. также в других словарях:
ερέπτομαι — ἐρέπτομαι (AM) (αποθ.) 1. τρώγω 2. (με σκωπτική σημ. στον Αριστοφ.) καταβροχθίζω, κατατρώγω («φασὶ μέν γάρ αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων» λέγουν ότι αυτός κατατρώγει τα φαγητά τών ευπορούντων, Αριστοφ.) 3. (σπάν. το ενεργ.) ἐρέπτω α)… … Dictionary of Greek